- καλλιγάληνος
- καλλιγάληνος, δωρ. τ. καλλιγάλανος, -ον (Α)φρ. «πρόσωπα καλλιγάλανα» — μορφές ωραίες και γαλήνιες, όμορφες μέσα στην ηρεμία τους («σὺ δὲ πρόσωπα νεαρὰ χάρισι παρὰ Διὸς θρόνοις καλλιγάλανα τρέφεις», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + γαλήνη].
Dictionary of Greek. 2013.